- μυγιαστήρι
- τοθύσανος απο μακριές τρίχες ενωμένες σε λαβή για να διώχνονται οι μύγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυγιάζομαι + επίθημα -τήρι (πρβλ. σκαλισ-τήρι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυιοσόβη — η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη) δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι αρχ. μτφ. μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek